��������
2009 - �ικητας Φλεσσας 'Τα ό�ια του πολ�τιμου

του   Μάνου Στεφανίδη

Λίγο λίγο τα πράγματα αδειάζουν απÏŒ το μεδοÏ�λι..
απÏŒ τη μέσα ουσία μένει μονάχα ένα στέρεο λευκÏŒ...
Γιάννης Ρίτσος,  Μαρτυρίες

Μ’ αρέσουν οι ζωγράφοι που έχουν εμμονές. Που επιστρέφουν ξανά και ξανά στο ίδιο θέμα, ÏŒχι τÏŒσο για να το τελειοποιήσουν -αυτÏŒ θα ήταν αφέλεια- αλλά για να τελειοποιήσουν, ÏŒσο γίνεται, τον εαυτÏŒ τους• αυτÏŒ σημαίνει αγιοσÏ�νη. ΑφοÏ� η τέχνη αποτελεί μια μορφή αγιÏŒτητας (που ÏŒμως δεν φοβάται να αμαρτήσει). Κι αφοÏ� η αμαρτία, υπÏŒ ÏŒρους, δηλαδή ÏŒταν εμφορείται απÏŒ αναπαλλοτρίωτο πάθος, είναι κι αυτή, μορφή αγιÏŒτητας. Άρα, με τη σειρά της, διεκδικεί το πρÏŒσωπο (και το προσωπείο) της τέχνης.
Αυτές τις σκέψεις μου προκάλεσε η τελευταία ενÏŒτητα έργων του Νικήτα Φλέσσα επειδή πρωτίστως επαναδιαπραγματεÏ�εται παλιÏŒτερα θέματα με ανανεωμένη πίστη και ξαναδοκιμασμένη υπομονή. ΕπιχειρÏŽντας να καταστήσει ζωντανÏŒ, ÏŒχι το πραγματικÏŒ, αλλά το ονειρικÏŒ. Δηλαδή, το αÏŒρατο. Σαν τους βυζαντινοÏ�ς μαÎ�στορες ή τους παλαιοÏ�ς αγιογράφους. Που ζοÏ�σαν και δοÏ�λευαν στην προ ευκολίας εποχή. Και που φιλοδοξοÏ�σαν μέσα απÏŒ τη μικρογραφική χειρονομία της αυγοτέμπερας να κατακτήσουν το υψηλÏŒ και να φορτίσουν τις μορφές τους με επική διάσταση. ÎŒ,τι πράττει σήμερα και παρουσιάζει με σεμνή υπερηφάνεια ο Νικήτας Φλέσσας. Σαν ένα αντίδοτο στην κυρίαρχη χαμέρπεια της εποχής, στη αισθητική της ισοπέδωσης. ΕφÏŒσον κι η εποχή μας μοιάζει με τις ντομάτες που τρÏŽμε. Έχουν μεν χρÏŽμα αλλά είναι άνοστες. ÎŒσο για τα πάθη της, αυτά μπορείς να τα αγοράσεις, ÏŒπως συνήθιζε να σαρκάζει ο ΤσαροÏ�χης, απ’ το περίπτερο, ÏŒπως λ.χ. τσιγάρα...
Ο Πασκάλ έγραφε πως ατενίζοντας το σÏ�μπαν έψαχνε το σχέδιο του θεοÏ�. Αντίθετα, εμείς αντιμετωπίζουμε αυτÏŒ το σχέδιο σα μουτζοÏ�ρα. Εμείς, οι εραστές των μαζικÏŽν, των βιομηχανοποιημένων και ομοειδÏŽν αντικειμένων. Που τα καταναλÏŽνεις και τα πετάς, μιας και αντικαθίστανται τÏŒσο εÏ�κολα. Έτσι ÏŒμως, απÏŒλλυται η μονοείδεια των πραγμάτων. Δηλαδή, η ψυχή τους. Σε τρÏŒπον ÏŽστε σήμερα δεν θα μποροÏ�σε ο Vermeer να ζωγραφίσει μια «νεκρή φÏ�ση». Επειδή θα αδυνατοÏ�σε να βρει αληθινά αντικείμενα και ÏŒχι ομοιÏŽματα πραγμάτων, ÏŽστε να οργανÏŽσει τη σÏ�νθεσή του. Αφήστε που θα δυσκολευÏŒταν και σε ανθρÏŽπινα μοντέλα. Επειδή κι οι άνθρωποι ÏŒλο και λιγÏŒτερο σε κοιτοÏ�ν στα μάτια. Ειδικά, αν δεν διεκδικοÏ�ν κάτι απÏŒ σένα. Και πάλι, τα βλέμματα γίνονται ÏŒλο και πιο ανέκφραστα, σαν τις προειρημένες ντομάτες. Χωρίς το βλέμμα, ÏŒμως, δεν υπάρχει επικοινωνÎ¯α• ÏŒπως και δεν υπάρχει ζωγραφική. Κι αν σήμερα αντιμετωπίζουμε κρίση της ζωγραφικής είναι, μάλλον, επειδή υφίσταται κρίση στα ÏŒρια της απουσίας βλέμματος.
Ο Νικήτας Φλέσσας είναι ένας ζωγράφος που υπερασπίζεται το δικαίωμα του βλέμματος και την τιμή της εικÏŒνας των προσÏŽπων και των πραγμάτων. Στη ζωγραφική του έμψυχα και άψυχα πορεÏ�ονται σ’ έναν αυστηρÏŒ και διάφανο δρÏŒμο, αναζητÏŽντας τον ουσιαστικÏŒ χρÏŒνο που θα τους επιτρέψει να υπάρξουν για πάντα. Στην τέχνη, γενικά, ÏŒπως και στην παροÏ�σα ζωγραφική, ειδικÏŒτερα, τα θνητά πράγματα διεκδικοÏ�ν με τρÏŒπο ρωμαλέο -ή μελαγχολικÏŒ, που θα πει το ίδιο- την αθανασία τους. Έτσι, επιστρέφοντας πίσω και ξαναδοκιμάζοντας ο δημιουργÏŒς την αντοχή της παλιÏŒτερης εικονογραφίας του, μοιάζει με το βιρτουÏŒζο βιολιστή που ξαναπαίζει το αγαπημένο κομμάτι των νεανικÏŽν του χρÏŒνων. ÎŒμως, πÏŒσο πιο διαφορετικά τÏŽρα! Βέβαια, στην πραγματικÏŒτητα ο ζωγράφος δουλεÏ�ει πάντα τον ίδιο πίνακα, ÏŒπως κι ο συγγραφέας το ίδιο βιβλίο, ασχέτως τίτλων ή εκδÏŒσεων. Κατ’ ουσίαν, ένα κείμενο, μια εικÏŒνα θα είναι το διαβατήριÏŒ μας για την αθανασία. Ή δεν θα είναι...
Φέτος συμπληρÏŽνονται 40 χρÏŒνια απÏŒ την πρÏŽτη ατομική έκθεση του Φλέσσα το 1969 στην «Αίθουσα Τέχνης Ηρακλείου». ΤÏŒτε γνωρίζει τον Θωμά Φανουράκη και τον ΓιÏŽργο Μανουσάκη, που έγινε κι ο μέντοράς του τα επÏŒμενα χρÏŒνια. Έκτοτε, ακολοÏ�θησαν πολλές εμφανίσεις στην Astor (1973), στην Î�ρα (1975, 1991), στον Κρεωνίδη (1976, 1978), στην ΑργÏŽ (1984, 1987), στο Αγκάθι (1985), ενÏŽ απÏŒ το 1993 συνεργάζεται με την γκαλερί Σκουφά. Επίσης, παρουσίασε ατομικά τη δουλειά του τρεις φορές και στη Θεσσαλονίκη, στον ιστορικÏŒ Κοχλία το 1979, στην Πανσέληνο το 1985 και στην Εκφραση το 1994. Με αφορμή την έκθεση στην Πανσέληνο, η Άννα Χατζηγιαννάκη στο Zygos Annual Edition 1985, σημείωνε: «Îˆνα ον δισυπÏŒστατο (Ï�λη – πνεÏ�μα) με κρίνα στα χέρια ανυπομονεί στωικά… και παραμένει μονάζοντας στο πέτσινο σακάκι του…». Ήταν εκείνη πάνω κάτω η περίοδος κατά την οποία γνωρίστηκα με τον Φλέσσα, στις μυθικές βεγγέρες της Δευτέρας, που οργάνωνε ο συλλέκτης και φίλος των καλλιτεχνÏŽν, αείμνηστος ΚÏŽστας Χατζάρας, στο φιλÏŒξενο σπίτι του στο Παγκράτι. Εκεί συνάντησα, εκτÏŒς των άλλων, τον Μποστ, τη Ρέα Λεονταρίτου, τη Νίκη Καραγάτση, την ΕÏ�α Μπουλγουρά, ξαδέλφη του Μέντη, τη Λίντα Βακιρτζή, τη Μαρία Πωπ, τον Πέτρο Ζουμπουλάκη, τον Κυριάκο Μορταράκο, τον Γιάννη ΑντωνÏŒπουλο, την ΕÏ�α Μελά, τον Φάνη ΚουζοÏ�νη, τη Ντιάνα Αντωνακάτου, τον Γιάννη Μιγάδη.
Το 1976/77, λίγο μετά τη δικτατορία, θυμάμαι μιαν ομαδική έκθεση στην Πλάκα (Κρεωνίδη), στην οποία συμμετείχαν, μεταξÏ� των άλλων, ο Γιάννης ΤσαροÏ�χης, ο ΓιÏŽργος Βαρκιτζής, η Νίκη Καραγάτση, ο ΓιÏŽργος Μανουσάκης, ο Ράλλης Κοψίδης, ο Αντρέας Φωκάς, ο Φίλιππος Τάρλοου, η Μαρία Πωπ, η ΕÏ�α Μπουλγουρά κι ο Νικήτας Φλέσσας, βέβαια. Δηλαδή, ÏŒ,τι θα ονÏŒμαζε πάνω κάτω την ίδια εποχή η Ελένη ΒακαλÏŒ «Σχολή των ΑθηνÏŽν» με την προσθήκη τριÏŽν-τεσσάρων ονομάτων ακÏŒμη, ÏŒπως του ΚÏŽστα Μαλάμου, της Ιφιγένειας Λαγάνα ή του Γιάννη ΜÏŒραλη.
Ο Î¯διος ο καλλιτέχνης δήλωνε για τη ζωγραφική του στο περιοδικÏŒ «ΖυγÏŒς» (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1979): «Θα ονÏŒμαζα τη δουλειά μου μεταφυσικÏŒ ρεαλισμÏŒ• δηλαδή, μέσω του ρεαλισμοÏ� επιθυμÏŽ να εκφράσω τη μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων… Πάντα πίστευα και πιστεÏ�ω πως η ψυχή του ανθρÏŽπου κλείνει μέσα της την αγιÏŒτητα…». Πράγματι! Στις συνθέσεις του Φλέσσα κατοικοεδρεÏ�ουν τα φαντάσματα του Magritte αλλά και του Θωμά Φανουράκη, σε μια γοητευτική συνÏ�παρξη του εγχÏŽριου με το διεθνές αλλά κι ο σχεδιαστικÏŒς φορμαλισμÏŒς, δηλαδή η αυστηρή πειθαρχία της λεγÏŒμενης «Κρητικής Σχολής» στη μεταβυζαντινή ζωγραφική. ÎŒλα αυτά, ÏŒμως, θα ήταν ιστορικίζουσες φλυαρίες αν δεν νÏŒτιζαν τους πίνακές του σταγÏŒνες αυθεντικής ποιητικής δρÏŒσου. Δηλαδή, οδÏ�νης σε χρυσÏŒ φÏŒντο ή χαρμολÏ�πης σε βαθυκÏ�ανο μπλε.
Ο Î¯διος ο Φλέσσας (εφημ. «Τα Νέα», Π. Κατημερτζή, 23.3.96) δηλÏŽνει : «Ο δημιουργÏŒς αναγνωρίζει την αληθινή τέχνη απÏŒ το αν ταλαιπωρείται απÏŒ εναλλασσÏŒμενα συναισθήματα οδÏ�νης και λÏ�τρωσης…». Είπαμε: η τέχνη είναι ένα δÏ�σκολο στοίχημα, έστω κι αν στη βασιλÏŒπιτά της υπάρχει πάντα κάποιο φλουρί για ÏŒλους ÏŒσους την αγαποÏ�ν. Δεν αρκεί, ÏŒμως, αυτÏŒ. Απαιτείται κατάθεση ζωής και απÏŒλυτη αφοσίωση. Είναι τÏŒτε που η ικανοποίηση του δημιουργοÏ� γίνεται χαρά για τους υπÏŒλοιπους ανθρÏŽπους.
Τo 1991 γίνεται μια μεγάλη τομή στην έρευνα και την προσωπική γλÏŽσσα του ζωγράφου. Σαν ÏŽριμος απÏŒ καιρÏŒ προτείνει τα ενιαία μονοχρωματικά φÏŒντα, τα οποία πυρακτÏŽνονται απÏŒ κÏŒκκινα της φωτιάς, του κρασιοÏ�, της μέσα θλίψης. Είναι τÏŒτε ÏŒπου οι φιγοÏ�ρες αναδÏ�ονται φασματικές, απÏŒλυτες με περιγράμματα που ορίζουν την απÏŒσταση ανάμεσα στο ÏŒνειρο και τον εφιάλτη. Μια ζωγραφική και συγχρÏŒνως η ψηλάφηση ενÏŒς οράματος.
Έργα αυτής της αντίληψης εκτίθενται το 1997 στην Wigmore Fine Arts Gallery στο Λονδίνο και δημιουργοÏ�ν πολÏ� μεγάλη αίσθηση. Ο Φλέσσας μοιάζει να βρίσκεται στο κατÏŽφλι μιας διεθνοÏ�ς ευκαιρίας, αλλά παρ ÏŒλα αυτά επιστρέφει. Εξάλλου η ποίηση μπορεί να εντοπισθεί οπουδήποτε. Επειδή ο Φλέσσας γράφει και ποίηση σε χρÏŒνο ανÏ�ποπτο, σε στιγμές προσωπικές. Στη συλλογή «Η Ανάληψη των Υδάτων» που κυκλοφορεί το 1984, διαβάζουμε:
«Δεν έχω σε μεγάλη υπÏŒληψη τους θεοÏ�ς
Τους ολιγÏŒβιους ανθοÏ�ς αγαπÏŽ περισσÏŒτερο
Και ιδιαίτερα εκείνους που κλαίνε»
Κυρίως γιατί, θα συμπληρÏŽναμε, τα δάκρυα συχνά είναι τα ÏŒρια στη λίμνη του πολÏ�τιμου. Είναι μια θάλασσα, στην οποία μποροÏ�ν να ταξιδέψουν μÏŒνο οι μυημένοι…
24 ΑυγοÏ�στου 2009
Μάνος Στεφανίδης